2011-03-31

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΣΕ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Η κεφαλαιοκρατική διαδικασία παραγωγής σε διευρυμένη κλίμακα.
Μετατροπή των νόμων ιδιοκτησίας της εμπορευματικής παραγωγής σε νόμους κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης

Η μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο, με την κατανομή της υπεραξίας, στα συστατικά μέρη του κεφαλαίου, ανάλογα με τη φύση της διαδικασίας παραγωγής, ονομάζεται συσσώρευση. Ήδη ο Μάλθους είχε ορίσει τη συσσώρευση ως την μετατροπή εκ νέου της υπεραξίας σε κεφάλαιο.
Για να συμβεί όμως η μετατροπή αυτή, ο κεφαλαιοκράτης πρέπει ακόμα και αν αποκομίσει από την πώληση των εμπορευμάτων του όλη την υπεραξία που εμπεριέχεται σε αυτά, πρέπει να βρει στην αγορά τα αναγκαία εμπορεύματα κάποιος πρέπει να τα έχει ήδη παράγει καθ’ ότι η χρήση του χρονιάτικου προϊόντος εξαρτάται από τη σύνθεσή του και όχι από την κυκλοφορία του. Συνεπώς ένα μέρος της χρονιάτικης υπερεργασίας πρέπει να χει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή πρόσθετων μέσων παραγωγής και συντήρησης πάνω από τις ποσότητες που απαιτούνται για την αναπλήρωση του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου. Επίσης πρέπει ο κεφαλαιοκράτης να βρει και πρόσθετη εργασία. Αν δεν αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των υπαρχόντων εργατών πρέπει να αυξηθεί αριθμητικά η εξαρτημένη εργατική τάξη. Συνεπώς μέσω του μισθού πρέπει να καταβάλλονται και τα έξοδα διευρυμένης αναπαραγωγής της εργατικής τάξης.
Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία η συσσώρευση ξεκινά με ένα προπατορικό ποσό χρημάτων που προήλθε από την εργασία των προγόνων του κεφαλαιοκράτη. Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση που συμφωνεί με τους νόμους της εμπορευματικής παραγωγής. Όλο το υπόλοιπο κεφάλαιο αποτελεί υπεραξία, συσσωρευμένη υπεραξία και η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου βασίζεται σε αυτήν, και στο ζήτημα της πληρωμής περισσότερων μισθών στην εργατική τάξη. Η στάση αυτή του κεφαλαίου είναι στάση κατακτητή. Η εργατική τάξη με την υπερεργασία ενός χρόνου έχει αγοράσει τους επιπλέον εργάτες της επόμενης χρονιάς. Η ιδιοποίηση συνεπώς παρωχημένης απλήρωτης εργασίας παρουσιάζεται σαν ο μοναδικός όρος για τη σημερινή ιδιοποίηση ζωντανής απλήρωτης εργασίας σε διαρκώς διευρυνόμενη έκταση.

2011-03-19

Η παραγωγή της σχετικης υπεραξίας


Αν το μέγεθος της εργάσιμης μέρας θεωρηθεί σταθερό, η υπερεργασία μπορεί να αυξηθεί σε σχέση με την αναγκαία εργασία μόνο με τη βράχυνση του αναγκαίου για τον εργάτη χρόνου εργασίας σε σχέση με τη συνολική εργάσιμη μέρα. Συνεπώς αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την ελάττωση της αξίας της εργατικής δύναμης η οποία καθορίζει το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται ωστόσο από την αξία των μέσων συντήρησης του εργάτη. Συνεπώς θα πρέπει η μάζα των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του εργάτη να παράγεται σε λιγότερο χρόνο, πράγμα που απαιτεί μια αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την αλλαγή των μέσων ή της μεθόδου εργασίας του εργάτη, με την επαναστατικοποίηση δηλαδή του τρόπου παραγωγής και της διαδικασίας της εργασίας από το κεφάλαιο.
Η άνοδος αυτή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, θα πρέπει ωστόσο να περιλαμβάνει τους κλάδους παραγωγής που παράγουν αναγκαία μέσα συντήρησης για τον εργάτη, ή τους παρέχουν μέσα παραγωγής. Αντίθετα σε άλλους κλάδους η άνοδος της παραγωγικής δύναμης της εργασίας δεν επηρεάζει την αξία της εργατικής δύναμης. Από τη σκοπιά του εμπορεύματος αυτό σημαίνει ότι η ελάττωση της αξίας του εμπορεύματος επιδρά στην αξία της εργατικής δύναμης μόνο στην αναλογία με την οποία συμμετέχει στην αναπαραγωγή της.
Ο νόμος αυτός δεν συνειδητοποιείται από τον κάθε ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη ως τέτοιος ώστε να αποτελέσει προσωπικό κίνητρο για την ελάττωση της αξίας των εμπορευμάτων που παράγει. Ωστόσο στο μέτρο που τα εμπορεύματά του συμμετέχουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η ελάττωση της αξίας τους συμβάλει στην αύξηση του γενικού ποσοστού υπεραξίας. Οι εσωτερικοί αναγκαίοι νόμοι του κεφαλαίου εμφανίζονται στον κάθε κεφαλαιοκράτη ως εξωτερικός καταναγκασμός.
Για τον ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη η άνοδος της παραγωγικής δύναμης σημαίνει μικρότερη ενσωμάτωση χρόνου εργασίας στην μονάδα του προϊόντος με αποτέλεσμα η ατομική αξία  του εμπορεύματός  είναι μικρότερη από την πραγματική-κοινωνική αξία του, που αντιστοιχεί στον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή του, αν η άνοδος της παραγωγικής δύναμης είναι εξαιρετικό γεγονός. Έτσι μέχρι ο νέος τρόπος παραγωγής να γενικευθεί, ο κεφαλαιοκράτης πουλάει το εμπόρευμά του φθηνότερα από την πραγματική του αξία αλλά υψηλότερα από την ατομική του αξία διευρύνοντας την αγορά του χωρίς να εξετάζει την επίπτωση των παραπάνω στην αξία της εργατικής δύναμης. Ο ανταγωνισμός σπρώχνει τους ανταγωνιστές να υιοθετήσουν τον νέο τρόπο παραγωγής.
Εσωτερικό λοιπόν κίνητρο και τάση του κεφαλαίου είναι να αυξάνει την παραγωγική δύναμη της εργασίας για να φθηναίνει τα εμπορεύματα και μαζί με αυτά τον εργάτη. Ο κεφαλαιοκράτης δεν ενδιαφέρεται για την απόλυτη αξία του εμπορεύματός του, αλλά μόνο για την υπεραξία που αυτό περιέχει. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας του εμπορεύματος με την πώλησή του περιλαμβάνει από μόνη της, την αναπλήρωση της προκαταβεβλημένης αξίας. Προοδευτικά τα εμπορεύματα φθηναίνουν, αυξάνοντας ωστόσο αναλογικά την υπεραξία που εμπεριέχουν, λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.

2011-01-24

Το πρόβλημα της αντίφασης στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ.

Βίκτωρ Βαζιούλιν


Το Κεφάλαιο είναι το έργο της ζωής του Κ. Μαρξ, η κορύφωση της δημιουρ­γίας του. Η ιδιοφυΐα του Κ. Μαρξ εκδηλώθηκε ανάγλυφα στην εκπληκτική εμβρί­θεια και αρτιότητα του Κεφαλαίου. Πέρασαν πολλές δεκαετίες από την εποχή που δημοσιεύθηκε το Κεφάλαιο και όμως εξακολουθεί να παραμένει στην πρώτη γραμμή της επιστήμης. Μεταξύ άλλων θεμάτων του Κεφαλαίου, τεράστιο ενδια­φέρον παρουσιάζει η διερεύνηση του προβλήματος της διαλεκτικής αντίφασης, διότι, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει στην παγκόσμια επιστημονική βιβλιογρα­φία βαθύτερη, συνεπέστερη και εκτενέστερη αντανάκλαση της διαλεκτικής αντί­φασης.
Η πραγματική αντίφαση, όπως είναι γνωστό, υπάρχει σε κίνηση. Η νόηση, η οποία αναπαράγει την κίνηση και την αντίφαση, πρέπει να είναι επίσης κινούμε­νη και αναπτυσσόμενη. Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν στο Κεφάλαιο παγιωμένοι ορισμοί. Ο κάθε ορισμός αποκτά εδώ πλήρη αποδεικτική ισχύ μόνο στην ενότητα του με όλους τους άλλους. Ο Μαρξ δίνει μια πλήρη απεικόνιση της αντίφασης μό­νο μέσω του συνολικού πλαισίου των συμφραζόμενων της επιστήμης. Γι' αυτό η λογική ανασύσταση της αντίφασης προϋποθέτει την έκφραση με το σύνολο των λογικών κατηγοριών της πεμπτουσίας της ανάπτυξης της επιστήμης με όλες τις αναγκαίες συνάφειες και πλευρές. Πράγματι, η διαλεκτική αντίφαση αποκαλύ­πτεται στο Κεφάλαιο στο σύστημα και μέσω του συστήματος των διατεταγμένων κατηγοριών της διαλεκτικής. Μ' άλλα λόγια η αντανάκλαση της αντίφασης στο Κεφάλαιο είναι το σύστημα των διατεταγμένων κατηγοριών της διαλεκτικής, θεω­ρημένο από τη σκοπιά της κατηγορίας της αντίφασης. Παρακάτω θα σταθούμε στη διαδικασία της νοητής αντανάκλασης της αντίφασης, μόνο από την άποψη του αντανακλώμενου αντικειμένου.
Το σύστημα των κατηγοριών της διαλεκτικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ πα­ρουσιάζει κοινά γνωρίσματα με τη συστηματική ανάπτυξη της διαλεκτικής μεθό­δου στη λογική του Χέγκελ, αλλά και θεμελιώδεις διαφορές από αυτήν. Ο ιδεαλι­σμός, η απουσία αυθεντικού ιστορισμού, η ανικανότητα κατανόησης της ποιοτικής ιδιαιτερότητας διαφόρων σταδίων της ιστορίας της κοινωνίας και της νόησης, ο τελεολογισμός, η απολυτοποίηση της "υπόθεσης της λογικής" και η (κατ' αρχήν αντικειμενικά καθορισμένη) ανικανότητα διερεύνησης της "λογικής της υπόθε­σης", όλοι αυτοί οι βασικοί περιορισμοί στην Χεγκελιανή αντίληψη περί λογικής υπερβαίνονται λαμπρά από τον Μαρξ. Και αυτή η διαδικασία παρουσιάζεται στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της στο Κεφάλαιο.
Η διαλεκτική λογική του Μαρξ συνιστά μια νέα, μιαν ανώτερη βαθμίδα στην ιστορία της λογικής. Η υλιστική αντίληψη της κίνησης της νόησης, ο συνεχής ιστορισμός στη μελέτη της σκέψης, η συγκρότηση της λογικής ενός ορισμένου αντικει­μένου, της "λογικής της υπόθεσης", είναι τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά γνω­ρίσματα αυτής της λογικής. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε εν συντομία ότι αυτός ο θεμελιώδης νεωτερισμός της λογικής του Κεφαλαίου επιδρά ουσιαστικά στη λογική δομή η οποία διέπει τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ αντα­νακλά τη διαλεκτική αντίφαση. Συνάμα ο Μαρξ χρησιμοποιεί κατά τη διερεύνηση του κεφαλαίου όλο το ορθολογικό περιεχόμενο της Χεγκελιανής λογικής. Κατά τη διατύπωση του Φ. Ενγκελς, η Χεγκελιανή μέθοδος με την ιδεαλιστική μορφή της ήταν εντελώς ακατάλληλη για την ανάπτυξη του όλου πλέγματος των οικονομικών μέσα στην εσωτερική τους συνάφεια. "Παρ' όλα αυτά, από όλο το διαθέσιμο υλι­κό, αυτή ήταν η μοναδική που μπορούσε τουλάχιστον να χρησιμοποιηθεί".1
Ο Λένιν στα Φιλοσοφικά τετράδια είναι ιδιαίτερα κατηγορηματικός: "Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει πλήρως το Κεφάλαιο του Μαρξ και ιδιαίτερα το Ιο του κεφάλαιο εάν δεν έχει μελετήσει και κατανοήσει ολόκληρη τη Λογική του Χέγκελ".2
Η γενική πορεία της κίνησης της σκέψης του Μαρξ στους τρεις πρώτους, θε­ωρητικούς, τόμους του "Κεφαλαίου" έχει ως εξής: Από το αμέσως δεδομένο κε­φάλαιο (από το κεφαλαιοκρατικό εμπόρευμα και το χρήμα) ο ερευνητής περνά στην ουσία του κεφαλαίου καθ' εαυτήν, ανεξάρτητα από τις μορφές εκδήλωσης του (στη διαδικασία παραγωγής του Κεφαλαίου)· στη συνέχεια ο Μαρξ, συνεχί­ζοντας την εμβάθυνση της εξέτασης του κεφαλαίου, αρχίζει να επανέρχεται στην "επιφάνεια" του. Τώρα όμως η "επιφάνεια" δεν εντοπίζεται αμέσως, αλλά στη βάση της κατανοημένης ουσίας, δηλ. ως το φαινόμενο της ουσίας. Η περαιτέρω κί­νηση προς την "επιφάνεια" του κεφαλαίου στη βάση της εγνωσμένης ουσίας οδη­γεί στο χαρακτηρισμό των μορφών οι οποίες απορρέουν από την ενότητα παρα­γωγής και κυκλοφορίας, από την ενότητα ουσίας και φαινομένου του κεφαλαίου, δηλ. στην πραγματικότητα του κεφαλαίου. Κατ' αυτό τον τρόπο, η ανάπτυξη της σκέψης του Μαρξ στο Κεφάλαιο συνιστά μιαν άρνηση της άρνησης, είτε κατά κά­ποιο τρόπο, σπείρα της έλικας.
Ο Μαρξ, υπερβαίνοντας τους θεμελιώδεις περιορισμούς της λογικής του Χέγκελ, δεν εξετάζει τη λογική διαδικασία ως διαδικασία ανάπτυξης των λογικών κατηγοριών από τον ίδιο τον εαυτό τους, ούτε και ως διαδικασία σχηματισμού του πραγματικού αντικειμένου από αυτές, αλλά ως αντανάκλαση ενός αντικειμένου το οποίο υπάρχει ανεξάρτητα από τη νόηση. Η λογική κίνηση στο Κεφάλαιο δεν είναι ένα εγκεφαλικό σχήμα. Αντιπαραβάλλεται διαρκώς με το αντικείμενο, το οποίο υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από το θεωρητικά σχετιζόμενο προς αυτό υποκείμενο. Η διεργασία μετατροπής των αισθημάτων σε έννοιες, σε αντιδιαστο­λή με τον Χέγκελ, δεν εκλαμβάνεται ως φαινομενικότητα είτε ως ετερότητα της λογικής διαδικασίας καθ' ολοκληρία τιθέμενη από τη νόηση, αλλά ως πραγματική προϋπόθεση, από την οποία η νόηση ανακύπτει ιστορικά, και ως διαδικασία, υπό την αποφασιστική επίδραση της οποίας αναπτύσσεται η εμφανισθείσα πλέον νόη­ση. Η λογική του Κεφαλαίου διέπεται από την αρχή του ελέγχου του κάθε βήματος της έρευνας μέσω της αντιπαραβολής με τα γεγονότα και την πρακτική.
Ο διαλεκτικός - υλιστικός και συνεπής ιστορικός χαρακτήρας των αντιλήψε­ων του θεμελιωτή του μαρξισμού, του επέτρεψε μέσα από την πορεία της συγκε­κριμένης πολιτικο-οικονομικής έρευνας να αναβαθμίσει τη λογική και στο καθ' εαυτό λογικό πεδίο.
Επισημάναμε ότι, το Κεφάλαιο πρώτα απ' όλα εξετάζεται το εμπόρευμα και το χρήμα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Στο εμπόρευμα και στο χρήμα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας το κεφάλαιο είναι άμεσα δεδομένο. Εδώ όμως ο Μαρξ δεν ερευνά ακόμα το εμπορικό και το χρηματικό κεφάλαιο. Το εμπόρευμα προβάλλει στην επιφάνεια προ παντός ως αξία χρήσης. Η αξία χρήσης αποδει­κνύεται ότι είναι το αμέσως δεδομένο εμπόρευμα, το είναι του εμπορεύματος. Η αξία είναι η ουσία του εμπορεύματος. Οι μορφές της αξίας - τα φαινόμενα της αξίας. Η διαδικασία ανταλλαγής των εμπορευμάτων και το χρήμα, είτε η κυκλο­φορία των εμπορευμάτων, είναι η πραγματικότητα του εμπορεύματος. Συνεπώς, το αφετηριακό απόσπασμα της σπείρας της έλικας που προαναφέραμε (το εμπό­ρευμα και το χρήμα) συνιστά από μόνο του μια σπείρα έλικας, μιαν άρνηση της άρνησης.
Στη συνέχεια ο Μαρξ, σε αντιδιαστολή με τον Χέγκελ, διερευνά το αντικεί­μενο ως ιστορικά παροδικό, το οποίο αρνείται τον εαυτό του με την ίδια του την κί­νηση. Η ριζική καινοτομία της λογικής του Κεφαλαίου έγκειται στην αποκάλυψη της λογικής της άρνησης του αντικειμένου από την ανάπτυξη αυτού του ίδιου του αντικειμένου. Από αυτή την προσέγγιση ολόκληρο το κεφάλαιο προβάλλει από τη σκοπιά της ωρίμανσης στο εσωτερικό του των προϋποθέσεων μιας πιο ανεπτυγμέ­νης κοινωνίας και απεικονίζεται με τις κατηγορίες της άμεσης γνώσης (της ποσό­τητας, της ποιότητας και του μέτρου).
Ιδιαίτερα περίπλοκη είναι η λογική των δύο πρώτων μερών του Κεφαλαίου. Το εμπόρευμα λόγου χάριν είναι το αμέσως δεδομένο κεφάλαιο, δηλ. το είναι του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα το εμπόρευμα, ως εμπόρευμα, έχει το είναι, την ουσία, το φαινόμενο, και την πραγματικότητα του. Συνεπώς η ύπαρξη του (άρα και η απει­κόνιση του) είναι αντιφατική: η εν λόγω σπείρα της έλικας υπάρχει και εξετάζε­ται υπό την ιδιότητα του τμήματος της μεγάλης σπείρας της έλικας. Έτσι η αξία εί­ναι ταυτόχρονη και η ουσία του εμπορεύματος ως εμπορεύματος αλλά αφορά και το είναι του κεφαλαίου. Εκτός αυτού, ήδη στο κεφάλαιο αποκαλύπτονται έμβρυα της άρνησης της κεφαλαιοκρατίας από τον ίδιο τον εαυτό της.

120 χρόνια «Κεφάλαιο» ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΟ «ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ΤΟΥ ΜΑΡΞ




Β.Α. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ*






Η συγκριτική μελέτη του συστήματος της λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ και της λογικής του Χέγκελ, είναι χρήσιμη γιατί, όπως υπογραμμίζει και ο συγγραφέας, μας επιτραπεί να διακρίνου­με διεξοδικά και συστηματικά το ορθολογικό περιεχόμενο της λογικής του Χέγκελ, αλλά και να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τον πλούτο και το βάθος των απόψεων του Μαρξ, κατανοώντας και τις βασικές θεωρητικές πήγες γέννησης και ανάπτυξης τους.
Μελετώντας συγκριτικά ο συγγραφέας τη μεθοδολογία και τη λογική του Μαρξ και του Χέγκελ υπογραμμίζει ότι η υλιστική βάση της πρώτης είναι προϋπόθεση για την αντικειμενική μελέτη των πραγμάτων στις πραγματικές αντιθέσεις και την εξέλιξη τους, ενώ ο ιδεαλισμός της Χεγκελιανής λογικής οδηγεί σε μεταφυσικές θέσεις και άρνηση τελικά της ιστορικής εξέλιξης.
Η Συντακτική Επιτροπή

* Ο Β.Α. Βαζιούλιν είναι διδάκτωρ φιλοσοφικών επιστημών και διδά­σκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μιου Λομονόσωφ.

 

Η συγκριτική μελέτη του συστήματος της λογικής του Χέγκελ και του συστήματος λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ μας επιτρέπει να κατακτήσουμε μια σειρά σημαντικά αποτε­λέσματα. Πρώτο: να διακρίνουμε διεξοδικά και συστηματικά το ορθολογικό περιεχόμενο της λογικής του Χέγκελ, πράγμα που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με πληρότητα χωρίς τη συγκριτική διερεύνηση με το Κεφαλαίο. Δεύτερο: η δημιουρ­γική αξιοποίηση και χρησιμοποίηση των ιδεών του Κεφάλαιου με όλο τον πλούτο και το βάθος τους προϋποθέτει απα­ραίτητα την κατανόηση των απόψεων του Κ. Μαρξ, παίρνο­ντας υπ' όψη την ανάπτυξη τους και κατά συνέπεια και τις συνδέσεις τους με τις ιδεολογικές πηγές της γέννησης και της ανάπτυξης τους. Ανάμεσα σ' αυτές τις πηγές η λογική του Χέ­γκελ κατέχει εξέχουσα θέση.

Χαρακτηρίζοντας τη σχέση της δικής του μεθόδου με τη μέθοδο του Χέγκελ ο Κ. Μαρξ έγραφε:

«Η δική μου διαλεκτική μέθοδος ως προς την βάση της δεν είναι μόνο διαφορετική από τη Χεγκελιανή, αλλά εί­ναι το κατευθείαν αντίθετο της. Για τον Χέγκελ η διαδι­κασία της νόησης - που με το όνομα ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο - είναι ο δημιουρ­γός του πραγματικού που αποτελεί μονάχα το εξωτερικό του φανέρωμα. Για μένα, αντίστροφα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στον ανθρώπινο εγκέφαλο».[1]

Εδώ ο Κ. Μαρξ επισημαίνει την αντίθεση της μεθόδου του με την μέθοδο του Χέγκελ. Στον ίδιο όμως επίλογο στη δεύτε­ρη έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου βεβαιώνει ότι:

«Η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν αναιρεί διόλου το γεγονός ότι πρώτος αυ­τός έχει εκθέσει τις γενικές της μορφές κίνησης με τρόπο καθολικό και συνειδητό. Στο Χέγκελ η διαλεκτική βρί­σκεται με το κεφάλι κάτω. Χρειάζεται να την αναποδογυ­ρίσουμε και να τη στηρίξουμε στα πόδια της για να απο­καλύψουμε τον ορθολογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστι­κό περίβλημα».[2]

Εάν η πηγή και το μυστικό της χεγκελιανής φιλοσοφίας βρίσκεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος η ουσία της φι­λοσοφίας του Χέγκελ περιέχεται κυρίως στην Επιστήμη της Λογικής. Η λογική κατέχει την κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Χέγκελ.

Ο Κ. Μαρξ επεξεργαζόταν την διαλεκτική, τη λογική του Χέγκελ στη διάρκεια πολλών ετών. Η αποκάλυψη, κάτω από το μυστικιστικό περίβλημα, του «ορθολογικού πυρήνα» της διαλεκτικής, της λογικής του Χέγκελ, απασχολούσε τον Κ. Μαρξ ήδη από τη δεκαετία του '40.

Τότε όμως έδινε έμφαση στην κριτική του ιδεαλισμού της  χεγκελιανής μεθόδου, της χεγκελιανής λογικής. Το βασικό αποτέλεσμα της θεωρητικής δραστηριότητας του Κ. Μαρξ αυτά τα χρόνια, ήταν η ανακάλυψη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας.

Στις δεκαετίες του '50 και του '60, η κατάσταση άλλαξε σχετικά. Μέσα στη διαδικασία της επανεπεξεργασίας από τον Κ. Μαρξ της χεγκελιανής μεθόδου, της χεγκελιανής λογικής, η έμφαση μετατοπίζεται. Η κριτική του ιδεαλισμού του Χέ­γκελ συνεχίζεται και βαθαίνει αλλά η προσοχή του Κ. Μαρξ επικεντρώνεται κυρίως στην παραπέρα αποκάλυψη του «ορθολογικού πυρήνα» της χεγκελιανής μεθόδου.

Σ' αυτό συντέλεσαν μια σειρά παράγοντες. Έναν από αυ­τούς επισημαίνει ο Κ. Μαρξ στον επίλογο που αναφερθήκαμε:

«...Ίσα ίσα τον καιρό που επεξεργαζόμουν τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου άρεσε στους σκυθρωπούς, στους φα­νατισμένους και μέτριους επιγόνους που σήμερα δίνουν τον τόνο στη μορφωμένη Γερμανία, να μεταχειρίζονται τον Χέγκελ όπως ο αγαθός Μάζες Μέντελσον μεταχειρι­ζόταν το Σπινόζα τον καιρό του Λέσσινγκ, δηλαδή σαν «ψόφιο σκυλί». Γι' αυτό αναγνώρισα ανοιχτά τον εαυτό μου μαθητή εκείνου του μεγάλου στοχαστή, και στο κε­φάλαιο για τη θεωρία της αξίας ερωτοτρόπησα μάλιστα που και που με τον τρόπο έκφρασης που τον χαρακτηρί­ζει».[3]

Ο χαρακτηρισμός μιας άλλης, εξίσου σημαντικής αιτίας, περιέχεται στη βιβλιοπαρουσίαση του Φ. 'Ενγκελς για το βι­βλίο του Κ. Μαρξ Συμβολή στην Κριτική της πολιτικής οικονο­μίας, όπου γίνεται αναφορά στη σημασία του κοσμοϊστορικού έργου του Κ. Μαρξ.

«Σε ένα βιβλίο, παρόμοιο με αυτό που έχουμε μπροστά μας, - γράφει ο Φ. 'Ενγκελς, - δεν μπορεί να γίνεται λό­γος για κριτική μεμονωμένων, ξεκομμένων μεταξύ τους θέσεων της πολιτικής οικονομίας, για αποσπασματική εξέταση τούτων ή των άλλων αμφισβητήσιμων οικονομι­κών προβλημάτων. Αντίθετα, αυτό το έργο από την αρχή του είναι κτισμένο στη βάση της συστηματικής σύλλη­ψης ολόκληρου του πλέγματος των οικονομικών επιστη­μών, της συνθετικής παρουσίασης των νόμων της αστι­κής παραγωγής και της αστικής ανταλλαγής. Από τον καιρό που πέθανε ο Χέγκελ, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έγινε ούτε μια προσπάθεια να αναπτυχθεί κάποια επιστήμη μέσα από τα δική της την εσωτερική ενότητα».[4]

Στις δεκαετίες του '50 και του '60, ο Κ. Μαρξ είχε να λύσει το πρόβλημα της συστηματοποίησης των πολιτικοοικονομι­κών ερευνών του, της ανάπτυξης μιας επιστήμης μέσα από την εσωτερική της ενότητα. Και καθώς ο Χέγκελ ήταν ο μοναδι­κός άνθρωπος, πριν από τον Κ. Μαρξ ο οποίος, αν και σε ιδεαλιστική βάση, προσπάθησε να αναπτύξει μ' αυτόν τον τρόπο μιαν επιστήμη, η στροφή σ' αυτή την απόπειρα και η κριτική αξιοποίηση των ορθολογικών επιτευγμάτων του Χέγκελ ήταν φυσική και απαραίτητη. Η δημιουργία της θεωρίας της υπεραξίας, η ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος μέσα στην εσωτερική της σχέση απαιτού­σαν την ερμηνεία του ορθολογικού περιεχόμενου του συστή­ματος της λογικής του Χέγκελ.

Ο Κ. Μαρξ επανερμηνεύει τη μέθοδο, τη λογική του Χέ­γκελ όχι θεωρησιακά, αλλά σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη-επιστημονική του έρευνα. Μέσα στη διαδικασία της μελέ­της της λογικής του θέματος (του αντικείμενου της ερευνάς του) ανέπτυσσε και το θέμα της λογικής. Και ακριβώς στο Κε­φάλαιο -στην εργασία στην οποία ο Κ. Μαρξ διατύπωσε τη θεωρία της υπεραξίας, -εμπεριέχεται και το σύστημα της Λο­γικής του Κ. Μαρξ (της Λογικής με κεφάλαιο , δηλ. της λογι­κής με καθολική σημασία). Ταυτόχρονα το Κεφάλαιο πρακτι­κά εμπεριέχει μια κριτική του συστήματος της λογικής του Χέγκελ, αν και το λογικό περιεχόμενο της σημαντικότερης εργασίας του μαρξισμού εμφανίζεται συνυφασμένο με το πολιτικο-οικονομικό της περιεχόμενο. Γι' αυτό είναι απαραίτητη μια ειδική διαλεκτική-λογική έρευνα του Κεφαλαίου για την αποκάλυψη του συστήματος της διαλεκτικής λογικής του Κ. Μαρξ.

Ο Β.Ι. Λένιν με ιδιοφυή τρόπο επισήμανε τα καθήκοντα της μελέτης της λογικής του Κεφαλαίοι). Ανάμεσα στα λεγόμενα του υπάρχει και ο ακόλουθος παράδοξος αφορισμός που έχει εξαιρετική σημασία για αποκάλυψη της λογικής του Κεφα­λαίου του Κ. Μαρξ:                            

«Είναι αδύνατο να κατανοηθεί πλήρως το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ιδιαίτερα το πρώτο του κεφάλαιο, χωρίς να έχει μελετηθεί και χωρίς να έχει κατανοηθεί ολόκλη­ρη η Λογική του Χέγκελ. Συνεπώς, κανένας από τους μαρξιστές δεν κατανόησε τον Μαρξ εδώ και 1/2 αιώ­να!!».[5]                                         

Η σύγκριση του συστήματος της λογικής του Χέγκελ και του συστήματος της λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, μας επιτρέπει να εντοπίσουμε περισσότερο το ορθολογικό περιεχόμενο και τις βαθύτερες διαφορές της διαλεκτικής-υλιστικής λογικής από τη λογική του Χέγκελ, απ' όσο συνήθως νομίζε­ται.[6] Στην πιο γενική του μορφή το σχήμα, η διάρθρωση της λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ αντιστοιχεί στο σχήμα, στην διάρθρωση της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ. Πράγματι ο Κ. Μαρξ αρχίζει το Κεφάλαιο με την εξέταση του εμπορεύματος και του χρήματος, δηλαδή ακριβώς με αυτό στο οποίο προβάλλει πρώτα απ' όλα «ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής...»,[7] με τον τρόπο που παρουσιάζεται ο κεφαλαιοκρατικός πλούτος στην επιφάνεια.[8] Κατά την εξέταση του εμπορεύματος και του χρήματος, ο Κ. Μαρξ δεν αποκαλύπτει ακόμα την ουσία του κεφαλαίου και γι' αυτό δεν ορίζει, τι είναι κεφάλαιο. Στη συ­νέχεια. διαμέσου του χαρακτηρισμού της μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο, προχωρεί στην απεικόνιση της παρα­γωγής του κεφαλαίου. Όμως η παραγωγή του κεφαλαίου απο­τελεί την ουσία του κεφαλαίου.

Στον δεύτερο τόμο αναλύεται η κυκλοφορία του κεφαλαίου. Ο Κ. Μαρξ κατά κάποιον τρόπο επανέρχεται στο εμπόρευμα και στο χρήμα, ωστόσο τώρα δεν τον ενδιαφέρουν το εμπό­ρευμα και το χρήμα καθεαυτό, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κεφάλαιο εμφανίζεται στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων και του χρήματος. Και εδώ δεν πρόκειται απλώς για το εμπό­ρευμα και το χρήμα, αλλά για το εμπορευματικό και το χρημα­τικό κεφάλαιο. Επομένως στον δεύτερο τόμο εξετάζεται το φαινόμενο του κεφαλαίου.

Στον τρίτο τόμο ο Κ. Μαρξ συνεχίζει την κατά κάποιον τρόπο επιστροφή του στο αφετηριακό σημείο, στην επιφάνεια.

«Οι μεταλλαγές του κεφαλαίου, όπως τις αναπτύσσουμε σ' αυτό το βιβλίο - γράφει ο Μαρξ, - πλησιάζουν βαθ­μιαία μ' αυτό τον τρόπο σ' εκείνη τη μορφή με την οποία παρουσιάζονται στην επιφάνεια της κοινωνίας, στην αμοιβαία επίδραση διαφόρων κεφαλαίων, στον ανταγω­νισμό και στην κοινή συνείδηση των ίδιων των συντελε­στών της παραγωγής».[9]

Αντικείμενο της έρευνας στον τρίτο τόμο αποτελεί η ενότη­τα των διαδικασιών της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Σε γενικές γραμμές ο χαρακτηρισμός αυτής της ενότητας δίνεται ήδη στο τέλος του δεύτερου τόμου. Το αντι­κείμενο του τρίτου τόμου με μεγαλύτερη ακρίβεια ορίζεται ως εξής:

«Όσο για το θέμα του τρίτου βιβλίου, δεν μπορεί να συνί­σταται στη διατύπωση γενικών σκέψεων σχετικά με την ενότητα αυτή. Αντίθετα, χρειάζεται να βρεθούν και να πε­ριγραφούν οι συγκεκριμένες μορφές που προκύπτουν από τη διαδικασία κίνησης, του κεφαλαίου, όταν το εξετάζουμε σαν σύνολο. Στην πραγματική τους κίνηση, τα κεφάλαια αντικρίζονται μεταξύ τους με τέτοιες συγκεκριμένες μορ­φές, για τις οποίες η μορφή (Gestalt) του κεφαλαίου στην άμεση διαδικασία παραγωγής, καθώς και η μορφή του στην διαδικασία της κυκλοφορίας εμφανίζονται μόνο σαν ιδιαίτερες φάσεις (στιγμές)»[10].

Οι συγκεκριμένες μορφές της ενότητας των διαδικασιών της παραγωγής και της κυκλοφορίας, δηλαδή οι συγκεκριμέ­νες μορφές της ενότητας ουσίας και φαινόμενου του κεφα­λαίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πραγματικότητα του κεφα­λαίου. Μ' αυτό τον τρόπο, η κίνηση της νόησης εδώ μοιάζει με την κίνηση της νόησης στη λογική του Χέγκελ από το είναι στην ουσία, στο φαινόμενο, στην πραγματικότητα. Ήδη όμως εδώ υπάρχουν ριζικές διαφορές.

Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ.


Γράφει ο Βίκτορ Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν*
[ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.26,Ιούν.-Ιούλ.2008,σ.21-25.]

Από τον καιρό της πρώτης έκδοσης της «Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ» –το 1968– η κατάσταση της χώρας μας έχει αλλάξει άρδην: ο σοσιαλισμός απεβίωσε, πραγματοποιήθηκε η αστική αντεπανάσταση, η κεφαλαιοκρατία νίκησε πολιτικά, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη (χωρίς ωστόσο να έχει ολοκληρωθεί) η διαμόρφωσή της στην οικονομία.
            Κατ’ αντίστοιχο τρόπο άλλαξε και η αντιμετώπιση του μαρξισμού. Αφ’ ενός μεν, εκείνο που κυριαρχεί είναι η απόρριψη του μαρξισμού εκ μέρους των οπαδών της νικηφόρου επέλασης της κεφαλαιοκρατίας στη Ρωσία, ενώ αρκετά σημαντική μερίδα του πληθυσμού έχει απογοητευτεί από το μαρξισμό. Αφ’ ετέρου δε, στο περιβάλλον της αριστερής αντιπολίτευσης, είτε –στην αριστερά πτέρυγά της– ο μαρξισμός αναπαράγεται δογματικά, σε μια ταριχευμένη μορφή, είτε  –στο κέντρο και στη δεξιά πτέρυγα της αριστερής αντιπολίτευσης– επιχειρούν μεν κάποια ανάπτυξη του μαρξισμού, ωστόσο αυτή η «ανάπτυξη» εννοείται ποικιλοτρόπως: για τους μεν συνιστά κίνηση προς συνένωση διαφόρων πλευρών του μαρξισμού με την ιδεολογία του προκεφαλαιοκρατικού παρελθόντος, για τους δε –μιαν επιδίωξη (συνειδητή ή ασυνείδητη) συνένωσης του μαρξισμού με αποδεκτές, κατά την άποψή τους, ιδέες, οι οποίες είναι εκ των πραγμάτων δάνειες από το οπλοστάσιο της αστικής ιδεολογίας. Κάποιοι αρέσκονται σε σύγχυση προκεφαλαιοκρατικών και αστικών ιδεών, ενώ σε κάποιους άλλους παρατηρείται ένα μίγμα όλων των προαναφερθέντων συστατικών.
            Τα τελευταία χρόνια έχει εμφανιστεί μια ολόκληρη σειρά προφητών, οι οποίοι επιδίδονται στη δημιουργία δικών τους «κοσμοϊστορικά συγκλονιστικών» έργων (Ζηνόβιεφ, Κόζινοφ, Σ. Καρα-Μουρζά κ.ά.). Οι άνθρωποι αυτοί, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια του μαρξισμού, παρεμβαίνουν στην επικαιρότητα, προβάλλοντας την αξίωση ότι έχουν λύσει είτε επιλύουν τα βασικά προβλήματα της εποχής μας.
            Θα επιθυμούσα να πληροφορήσω όσους δεν το γνωρίζουν, και να υπενθυμίσω σε εκείνους που το έχουν λησμονήσει πλέοντες ανερμάτιστοι σε πλουραλιστικά πελάγη, ότι ο μαρξισμός (συμπεριλαμβανομένης της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, του διαλεκτικού υλισμού και της θεωρίας της υπεραξίας) συνιστά επιστήμη και κεφαλαιώδες ζητούμενο της επιστήμης είναι η αλήθεια.
            Για τον άνθρωπο που υιοθετεί τη στάση του ευσυνείδητου και αντικειμενικού επιστήμονα, όποια αλήθεια έχει κατακτηθεί κατά το παρελθόν, δεν μπορεί να είναι ούτε συλλήβδην απορριπτέα, αλλά ούτε και μπορεί να μετατραπεί σε μουσειακό έκθεμα.
            Ο μαρξισμός ήταν και παραμένει μια αλήθεια. Η αλήθεια όμως συνίσταται τόσο στο αποτέλεσμα [ορισμένης γνωστικής διαδικασίας], όσο και στην ίδια τη διαδικασία.
            Δεδομένου ότι ο κόσμος άλλαξε ουσιαστικά μετά από τους Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς και Β.Ι. Λένιν, θα έπρεπε να έχει αλλάξει ουσιαστικά και ο μαρξισμός. Ωστόσο αυτό δεν συνέβη. Όμως το ζητούμενο αυτό διατηρεί την επικαιρότητά του και η διευθέτησή του είναι αναγκαία.
            Ο μαρξισμός εγείρεται στη βασική αρτηρία της ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών, στη βασική αρτηρία της ανάπτυξης των κοινωνικών επιστημών. Ήταν  και –παρά τη φαινομενική παραδοξολογία αυτής της απόφανσης– παραμένει ως προς την ουσία του η κορύφωση των περί της μεθόδου επιστημών, η κορύφωση των περί της κοινωνίας επιστημών.
            Στο πεδίο της μεθόδου ο Γ. Φ. Χέγκελ ήταν ο μεγαλοφυής προπομπός της νέας κοσμοϊστορικής βαθμίδας ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών: της σύγχρονης συνειδητής διαλεκτικής. Ωστόσο, ο Κ. Μαρξ ήταν εκείνος ο οποίος κατέδειξε τη δράση αυτής της μεθόδου σε μιαν ολόκληρη συγκεκριμένη επιστήμη (στην πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας), γεγονός που τον κατέστησε τον πρωτεργάτη της εποχής της σύγχρονης, της συνειδητής διαλεκτικής.
            Ακριβώς ο Χέγκελ και ο Κ. Μαρξ ξεκίνησαν, εγκαινίασαν την εποχή της σύγχρονης συνειδητής διαλεκτικής.
            Από αυτή την άποψη τα έργα τους (κατά κύριο λόγο, η «Επιστήμη της λογικής» του Γ. Φ. Χέγκελ και το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ) παραμένουν αξεπέραστα, παρά το γεγονός ότι σε επιμέρους προσεγγίσεις στο πεδίο της κατάκτησης της διαλεκτικής έχουν συντελεσθεί πολλά από μαρξιστές διαφόρων χωρών.

2011-01-23

1ος τόμος του “Κεφαλαίου”: Η διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου.




1ο μέρος:Εμπόρευμα και χρήμα
2ο μέρος:Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο
3ο μέρος:Η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας
4ο μέρος:Η παραγωγή σχετικής υπεραξίας
5ο μέρος:Η παραγωγή της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας
6ο μέρος:Ο μισθός της εργασίας
7ο μέρος:Η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου

1ο μέρος (3 κεφάλαια: 1. Το εμπόρευμα, 2. Η διαδικασία της ανταλλαγής, 3. Το χρήμα, ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων)


Το εμπόρευμα

  1. Οι δύο παράγοντες του εμπορεύματος:Αξία χρήσης και αξία

Ο Μαρξ αρχικά περιγράφει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής όπως αυτός φαίνεται στην επιφάνεια “ως ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, γι' αυτό και η έρευνα αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος.
Η πρώτη πρόσληψη του εμπορεύματος είναι ότι είναι ένα ωφέλιμο πράγμα-αντικείμενο που ικανοποιεί οποιεσδήποτε ανθρώπινες ανάγκες, παρουσιάζει δηλαδή αξία χρήσης, η οποία καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και πραγματοποιείται μονάχα στη χρήση ή την κατανάλωσή του.
Η ανταλλακτική αξία υπάρχει ως ιδιότητα του εμπορεύματος στην κοινωνική μορφή που εξετάζουμε (κεφαλαιοκρατία) και εμφανίζεται ως η ποσοτική σχέση, η αναλογία με την οποία ανταλλάσσονται μεταξύ τους οι αξίες χρήσης ενός είδους με τις αξίες χρήσης άλλου είδους. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη αυτή σχέση μας δίνει αρχικά την ενυπωση ότι πρόκειται για μία τυχαία ιδιότητα του εμπορεύματος. Το γεγονός ότι ένα εμπόρευμα ανταλλάσσεται με πληθώρα άλλων εμπορευμάτων σε διάφορες αναλογίες (π.χ. 1 ποσότητα σταριού ανταλλάσσεται με χ κουτιά μπογιά, ή με ψ ποσότητα μετάξι, ή με ω ποσότητα χρυσό, κλπ) καθιστά τις αξίες που ανταλλάσσονται ίσες μεταξύ τους, κάτι που μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: 1. “Οι διάφορες ανταλλακτικές αξίες του ίδιου εμπορεύματος εκφράζουν κάτι το όμοιο” και 2. “Η ανταλλακτική αξία μπορεί γενικά να είναι μόνο ο τρόπος έκφρασης, η “μορφή εμφάνισης” ενός περιεχομένου που διαφέρει από την ανταλλακτική αξία.”
Απαλείφοντας την αξία χρήσης από το εμπόρευμα, αφού ως ανταλλακτική αξία(ποσότητα) το εμπόρευμα δεν περιέχει αξία χρήσης(ποιότητα), αυτό που απομένει είναι ότι το εμπόρευμα είναι προϊόν εργασίας. Με την αφαίρεση της αξίας χρήσης όμως, αφαιρούνται οι ωφέλιμες ιδιότητες του εμπορεύματος, άρα και η ποιότητα της εργασίας για την παραγωγή του, η συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία και απομένει η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η ξοδεμένη ανθρώπινη εργατική δύναμη, αυτή η κοινωνική ουσία όπως αναφέρει ο Μαρξ “που δημιουργεί αξία”. Από εδώ προκύπτει ότι το μέγεθος της αξίας μετρείται με το ποσό της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα (η ποσότητα της εργασίας μετρείται με τη χρονική της διάρκεια).