2011-03-31

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΣΕ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Η κεφαλαιοκρατική διαδικασία παραγωγής σε διευρυμένη κλίμακα.
Μετατροπή των νόμων ιδιοκτησίας της εμπορευματικής παραγωγής σε νόμους κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης

Η μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο, με την κατανομή της υπεραξίας, στα συστατικά μέρη του κεφαλαίου, ανάλογα με τη φύση της διαδικασίας παραγωγής, ονομάζεται συσσώρευση. Ήδη ο Μάλθους είχε ορίσει τη συσσώρευση ως την μετατροπή εκ νέου της υπεραξίας σε κεφάλαιο.
Για να συμβεί όμως η μετατροπή αυτή, ο κεφαλαιοκράτης πρέπει ακόμα και αν αποκομίσει από την πώληση των εμπορευμάτων του όλη την υπεραξία που εμπεριέχεται σε αυτά, πρέπει να βρει στην αγορά τα αναγκαία εμπορεύματα κάποιος πρέπει να τα έχει ήδη παράγει καθ’ ότι η χρήση του χρονιάτικου προϊόντος εξαρτάται από τη σύνθεσή του και όχι από την κυκλοφορία του. Συνεπώς ένα μέρος της χρονιάτικης υπερεργασίας πρέπει να χει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή πρόσθετων μέσων παραγωγής και συντήρησης πάνω από τις ποσότητες που απαιτούνται για την αναπλήρωση του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου. Επίσης πρέπει ο κεφαλαιοκράτης να βρει και πρόσθετη εργασία. Αν δεν αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των υπαρχόντων εργατών πρέπει να αυξηθεί αριθμητικά η εξαρτημένη εργατική τάξη. Συνεπώς μέσω του μισθού πρέπει να καταβάλλονται και τα έξοδα διευρυμένης αναπαραγωγής της εργατικής τάξης.
Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία η συσσώρευση ξεκινά με ένα προπατορικό ποσό χρημάτων που προήλθε από την εργασία των προγόνων του κεφαλαιοκράτη. Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση που συμφωνεί με τους νόμους της εμπορευματικής παραγωγής. Όλο το υπόλοιπο κεφάλαιο αποτελεί υπεραξία, συσσωρευμένη υπεραξία και η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου βασίζεται σε αυτήν, και στο ζήτημα της πληρωμής περισσότερων μισθών στην εργατική τάξη. Η στάση αυτή του κεφαλαίου είναι στάση κατακτητή. Η εργατική τάξη με την υπερεργασία ενός χρόνου έχει αγοράσει τους επιπλέον εργάτες της επόμενης χρονιάς. Η ιδιοποίηση συνεπώς παρωχημένης απλήρωτης εργασίας παρουσιάζεται σαν ο μοναδικός όρος για τη σημερινή ιδιοποίηση ζωντανής απλήρωτης εργασίας σε διαρκώς διευρυνόμενη έκταση.

2011-03-19

Η παραγωγή της σχετικης υπεραξίας


Αν το μέγεθος της εργάσιμης μέρας θεωρηθεί σταθερό, η υπερεργασία μπορεί να αυξηθεί σε σχέση με την αναγκαία εργασία μόνο με τη βράχυνση του αναγκαίου για τον εργάτη χρόνου εργασίας σε σχέση με τη συνολική εργάσιμη μέρα. Συνεπώς αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την ελάττωση της αξίας της εργατικής δύναμης η οποία καθορίζει το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται ωστόσο από την αξία των μέσων συντήρησης του εργάτη. Συνεπώς θα πρέπει η μάζα των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του εργάτη να παράγεται σε λιγότερο χρόνο, πράγμα που απαιτεί μια αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την αλλαγή των μέσων ή της μεθόδου εργασίας του εργάτη, με την επαναστατικοποίηση δηλαδή του τρόπου παραγωγής και της διαδικασίας της εργασίας από το κεφάλαιο.
Η άνοδος αυτή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, θα πρέπει ωστόσο να περιλαμβάνει τους κλάδους παραγωγής που παράγουν αναγκαία μέσα συντήρησης για τον εργάτη, ή τους παρέχουν μέσα παραγωγής. Αντίθετα σε άλλους κλάδους η άνοδος της παραγωγικής δύναμης της εργασίας δεν επηρεάζει την αξία της εργατικής δύναμης. Από τη σκοπιά του εμπορεύματος αυτό σημαίνει ότι η ελάττωση της αξίας του εμπορεύματος επιδρά στην αξία της εργατικής δύναμης μόνο στην αναλογία με την οποία συμμετέχει στην αναπαραγωγή της.
Ο νόμος αυτός δεν συνειδητοποιείται από τον κάθε ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη ως τέτοιος ώστε να αποτελέσει προσωπικό κίνητρο για την ελάττωση της αξίας των εμπορευμάτων που παράγει. Ωστόσο στο μέτρο που τα εμπορεύματά του συμμετέχουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η ελάττωση της αξίας τους συμβάλει στην αύξηση του γενικού ποσοστού υπεραξίας. Οι εσωτερικοί αναγκαίοι νόμοι του κεφαλαίου εμφανίζονται στον κάθε κεφαλαιοκράτη ως εξωτερικός καταναγκασμός.
Για τον ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη η άνοδος της παραγωγικής δύναμης σημαίνει μικρότερη ενσωμάτωση χρόνου εργασίας στην μονάδα του προϊόντος με αποτέλεσμα η ατομική αξία  του εμπορεύματός  είναι μικρότερη από την πραγματική-κοινωνική αξία του, που αντιστοιχεί στον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή του, αν η άνοδος της παραγωγικής δύναμης είναι εξαιρετικό γεγονός. Έτσι μέχρι ο νέος τρόπος παραγωγής να γενικευθεί, ο κεφαλαιοκράτης πουλάει το εμπόρευμά του φθηνότερα από την πραγματική του αξία αλλά υψηλότερα από την ατομική του αξία διευρύνοντας την αγορά του χωρίς να εξετάζει την επίπτωση των παραπάνω στην αξία της εργατικής δύναμης. Ο ανταγωνισμός σπρώχνει τους ανταγωνιστές να υιοθετήσουν τον νέο τρόπο παραγωγής.
Εσωτερικό λοιπόν κίνητρο και τάση του κεφαλαίου είναι να αυξάνει την παραγωγική δύναμη της εργασίας για να φθηναίνει τα εμπορεύματα και μαζί με αυτά τον εργάτη. Ο κεφαλαιοκράτης δεν ενδιαφέρεται για την απόλυτη αξία του εμπορεύματός του, αλλά μόνο για την υπεραξία που αυτό περιέχει. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας του εμπορεύματος με την πώλησή του περιλαμβάνει από μόνη της, την αναπλήρωση της προκαταβεβλημένης αξίας. Προοδευτικά τα εμπορεύματα φθηναίνουν, αυξάνοντας ωστόσο αναλογικά την υπεραξία που εμπεριέχουν, λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.